Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Πες "Ευχαριστώ!"







Διαβάζοντας αυτό το μήνυμα, μόλις έλαβες μια διπλή ευλογία!

Χθες το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως επισκέφθηκα τον Παράδεισο κι' ένας άγγελος ανέλαβε να με ξεναγήσει. Περπατούσαμε δίπλα – δίπλα σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη με αγγέλους. Ο άγγελος οδηγός μου σταμάτησε μπροστά στον πρώτο σταθμό εργασίας και είπε:

«Αυτό είναι το Τμήμα Παραλαβής. Εδώ παραλαμβάνουμε όλες τις αιτήσεις που φτάνουν στον Θεό με τη μορφή προσευχής.»

Κοίταξα γύρω–γύρω στον χώρο. Έσφυζε από κίνηση, με τόσο πολλούς αγγέλους να βγάζουν και να ταξινομούν αιτήσεις γραμμένες σε ογκώδεις στοίβες από χαρτιά και σημειώματα, από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Μετά, προχωρήσαμε σε έναν μακρύ διάδρομο, μέχρι που φτάσαμε στον δεύτερο σταθμό. Ο άγγελος μού είπε:

«Αυτό είναι το Τμήμα Συσκευασίας και Παράδοσης. Εδώ οι χάρες και οι ευχές που έχουν ζητηθεί προωθούνται και παραδίδονται σ’ αυτούς που τις ζήτησαν.»

Πρόσεξα και πάλι πόση κίνηση είχε και εδώ. Αμέτρητοι άγγελοι πηγαινοέρχονταν δουλεύοντας σκληρά, αφού τόσες πολλές επιθυμίες είχαν ζητηθεί και συσκευάζονταν για να παραδοθούν στη γη. Τέλος, στην άκρη ενός μακρινού διαδρόμου, σταματήσαμε στην πόρτα ενός πολύ μικρού σταθμού. Προς μεγάλη μου έκπληξη μόνο ένας άγγελος καθόταν εκεί, χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα.

«Αυτό είναι το Τμήμα των Ευχαριστιών» μου είπε σιγανά ο φίλος άγγελός μου.

Έδειχνε λίγο ντροπιασμένος.

«Πώς γίνεται αυτό; Δεν υπάρχει δουλειά εδώ;» ρώτησα.

«Είναι λυπηρό» αναστέναξε ο άγγελος. «Αφού παραλάβουν τις χάρες τους οι άνθρωποι, πολύ λίγοι στέλνουν ευχαριστήρια.»

«Πώς μπορεί κάποιος να ευχαριστήσει τον Θεό για τις ευλογίες που παρέλαβε;» ρώτησα πάλι.

«Πολύ απλά», απάντησε. «Χρειάζεται μόνο να πεις: ‘Ευχαριστώ Θεέ μου’!»

«Και για τι ακριβώς πρέπει να τον ευχαριστήσουμε;»

«Αν έχεις τρόφιμα στο ψυγείο σου, ρούχα στην πλάτη σου, μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι σου κι' ένα μέρος για να κοιμηθείς, είσαι πλουσιότερος απ' το 75% αυτού του κόσμου»

«Αν έχεις χρήματα στην τράπεζα, στο πορτοφόλι σου και λίγα κέρματα σ’ ένα πιατάκι, είσαι ανάμεσα στο 8% των ανθρώπων που ευημερούν»

«Αν ξύπνησες σήμερα το πρωί με περισσότερη υγεία από όση αρρώστια, είσαι πιο ευλογημένος από όσους δεν θα επιζήσουν καν ως την αυριανή ημέρα»

«Αν ποτέ δεν βίωσες την εμπειρία του φόβου του πολέμου, της μοναξιάς της φυλακής, της αγωνίας του βασανισμού και της σουβλιάς της πείνας, είσαι μπροστά από 700 εκατομμύρια ανθρώπους αυτής της γης»

«Αν μπορείς να προσευχηθείς σε έναν ναό, χωρίς τον φόβο της επίθεσης, της σύλληψης ή της εκτέλεσης. θα σε ζηλεύουν σίγουρα περίπου 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο»

«Αν οι γονείς σου είναι ακόμα ζωντανοί και είναι ακόμα παντρεμένοι μεταξύ τους, είσαι σπάνιος»

«Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά και να χαμογελάς, δεν είσαι ο κανόνας. είσαι η εξαίρεση για όλους όσους ζουν μέσα στην αμφιβολία και στην απόγνωση»

«Και αν διαβάζεις τώρα αυτό το μήνυμα, μόλις έλαβες μια διπλή ευλογία, πρώτον γιατί σου το έστειλε κάποιος που σ’ αγαπάει και δεύτερον γιατί είσαι πιο τυχερός από 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους, που δεν ξέρουν καν να διαβάζουν»

«Κατάλαβα. Και τώρα τι κάνω; Πώς μπορώ να αρχίσω;»

«Να πεις ευχαριστώ θεέ μου,να μετρήσεις τις ευλογίες σου και να περάσεις αυτό το μήνυμα και σε άλλους ανθρώπους, για να τους θυμίσεις πόσο ευλογημένοι είναι»





Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Δύο αληθινές Ιστορίες!!!!!




ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ (Easy Eddie)

Στην δεκαετία του '30 το Σικάγο ανήκε ουσιαστικά στον Αλ Καπόνε. Ο Καπόνε δεν ήταν διάσημος για κάτι ηρωικό, αλλά για την εμπλοκή του σε όλα : από λαθραία ποτά και πορνεία μέχρι το φόνο. Ο Καπόνε είχε έναν ικανότατο δικηγόρο με παρατσούκλι «Easy Eddie». Οι ικανότητες νομικών ελιγμών του Eddie συνετέλεσαν ώστε ο Καπόνε να είναι έξω από τη φυλακή.

Για να δείξει την εκτίμησή του, ο Καπόνε τον πλήρωνε πολύ καλά, του παρείχε τεράστιο περιφραγμένο αρχοντικό. Ο Eddie ζούσε τη μεγάλη ζωή της μαφίας του Σικάγου και δεν ενδιαφερότανε για τα άγρια εγκλήματα που γινόταν γύρω του και τα οποία συγκάλυπτε.

Ωστόσο ο Eddie είχε ένα ευαίσθητο σημείο: τον γιο του. Του έδινε τα πάντα, ακριβά ρούχα, αυτοκίνητα, καλή εκπαίδευση. Αλλά παρά την εμπλοκή του με το οργανωμένο έγκλημα, ο Eddie ήθελε ο γιος του να είναι καλύτερος άνθρωπος από ό, τι ήταν ο ίδιος και προσπάθησε να του μάθει την αξία του καλού. Παρά τον πλούτο και την επιρροή του, υπήρχαν πράγματα που δεν θα μπορούσε να δώσει στο γιο του : ένα καλό όνομα /ένα καλό παράδειγμα.

Ετσι, μια μέρα, ο Easy Eddie πήρε τη μεγάλη απόφαση: πήγε στις Αρχές και είπε την αλήθεια για τον Αλ Καπόνε, να καθαρίσει το όνομά του, και να προσφέρει στο γιο του ένα παράδειγμα ακεραιότητας. Κατέθεσε εναντίον της Μαφίας, αν και ήξερε ότι το κόστος θα είναι μεγάλο.

Πράγματι, εντός του έτους (1939), η ζωή του Easy Eddie τελείωσε σε ένα καταιγισμό από σφαίρες σε ένα μοναχικό δρόμο του Σικάγου. Αλλά στα μάτια του, είχε δώσει στο γιο του το μεγαλύτερο δώρο που είχε να του προσφέρει, στη μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσε ποτέ να πληρώσει.

--------------------------------------------------------------

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ (Butch O’ Hare)
Ο Butch O'Hare ήταν πιλότος μαχητικού στο Νότιο Ειρηνικό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μια μέρα που όλη η μοίρα του είχε σταλεί σε μια αποστολή, συνειδητοποίησε στον αέρα ότι κάποιος είχε ξεχάσει να γεμίσει τη δεξαμενή καυσίμων του και δεν είχε αρκετά καύσιμα για να ολοκληρώσει την αποστολή του και να γυρίσει πίσω στο πλοίο του. Πήρε εντολή να επιστρέψει στο αεροπλανοφόρο. Καθώς επέστρεφε, είδε ότι η μοίρα των ιαπωνικών αεροσκαφών κατευθυνότανε προς τον αμερικανικό στόλο.

Τα μαχητικά αεροπλάνα ήταν μακριά και όλα τα πλοία ήταν ανυπεράσπιστα. Χωρίς να σκεφτεί την προσωπική του διάσωση, με κίνδυνο της ζωής του και με λιγοστά καύσιμα, επιτέθηκε στους ιάπωνες για να τους αποσπάσει με κάποιο τρόπο από το στόλο. Κατάφερε να καταρρίψει 5 μαχητικά και να αναγκάσει την ιαπωνική μοίρα να αλλάξει κατεύθυνση. (20 Φεβρουαρίου 1942).

Ένα χρόνο αργότερα ο Butch σκοτώθηκε σε αερομαχία στην ηλικία των 29. Το Σικάγο τίμησε τη μνήμη του ήρωα και έδωσε το όνομά του στο αεροδρόμιο O'Hare. Αν βρεθείτε στο O'Hare International θα δείτε τον ανδριάντα του και το μετάλλιο Τιμής του.

---------------------------------------------------------------------------------

EASY EDDIE και BUTCH O’HARE

Και θα αναρωτηθείτε :
ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΟΥΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΔΥΟ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ;

Απάντηση :
Ο Butch O'Hare ήταν ο γιος του δικηγόρου «Easy Eddie» ! ! ! ! !
 
 
 

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Μια Ιστορία....... (3)





Ελευσίνια!

Πρέπει να ήταν η τρίτη φορά που πήγαμε στα Ελευσίνια!

Την πρώτη φορά, θυμάμαι, αχνά, ήταν η Μαμά μου, η θεία Γιωργία, και κάποιος άλλος!  Ίσως ο Γιάννης Μπρ., που τους έδειχνε τα οικόπεδα.  Διαφωνούσαν λίγο, και φύγαμε.

Την δεύτερη φορά, θυμάμαι, που είδα από μακριά, καθώς πλησιάζαμε με τα πόδια, την πλατφόρμα, και πάνω την Παραγκούλα, έτσι το λέγαμε το σπιτάκι, της Γιωργίας!  Ήταν ένα Λυόμενο Δωμάτιο, καλής κατασκευής, από Σουηδικό ξύλο, με κόκκινη σκεπή από Ελενίτ από πάνω!

Ήταν πολύ όμορφο!  Είχε την πορτούλα του μπροστά, με ένα παραθυράκι σε σχήμα ρόμβου!  Και στην πίσω μεριά ένα μεγάλο παράθυρο.

Μέσα είχε ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι, και στον τοίχο ένα ντουλάπι κουζίνας σαν ράφι.  Χωρίς πορτάκια.

Την αγάπησα αυτή την Παραγκούλα, αμέσως!
Πρέπει να ήμουν έξι ετών, ίσως λιγότερο.  Αλλά μου άρεσε το φως του τοπίου, το πράσινο γύρω, τα λουλούδια, οι μέλισσες που έτρεχαν εδώ κι εκεί, τα χαμομήλια που ήταν παντού, τα χελιδόνια, τα σπουργίτια που πετάριζαν! Τα τρία μεγάλα πεύκα μέσα στο οικόπεδο, πανύψηλα.....  Το δάσος απέναντι στον άλλο λόφο, όλο πεύκα, στρωμένο πευκοβελόνες....  Οι γονείς μας που μας άφηναν να παίξουμε χωρίς να φοβούνται για τα αυτοκίνητα, όπως στην Αθήνα!

Ο Γιάννης ο αδερφός μου κυνηγούσε τα μερμήγκια!  Τρέχαμε εδώ κι εκεί......

Στενοχωρηθήκαμε όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε.

Ξαναπήγαμε!  Κι αυτή τη φορά ήταν μεγάλη παρέα μαζί μας!  Ήταν Καθαρά Δευτέρα!  Ήταν πολλοί φίλοι των γονιών μου, από τον Άγιο Σπυρίδωνα.  Γύρω στα 30 άτομα.  Πετάξαμε αετό, πήγε πολύ ψηλά!  Έκοψε ένα χαρτονάκι ο Μπαμπάς μου, το πέρασε στο κορδόνι του αετού, κι αυτό σιγά σιγά ανέβαινε, ανέβαινε, και έφτασε ψηλά!  Ως τον αετό!  "Του στείλαμε Γράμμα!"  μάς έλεγε!

Μετά κόπηκε ο σπάγκος του, έπεσε κάπου, και πήγαν τα παιδιά και τον μάζεψαν. 

Οι κοπέλες είχαν φωτογραφική μηχανή.  Και με πήραν κι εμένα μαζί, μετά το φαγητό, και πήγαμε στα ριζά του λόφου, κάτω από τις ελιές, είχε ελαιώνες εκεί!  Και βγάλαμε φωτογραφίες.  Έπαιρναν ωραίες πόζες, καθόντουσαν σε σχήματα, ακτινωτά, και έβγαιναν ωραία.  Κρίμα που δεν ήταν έγχρωμες.  Δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα τότε.  Τις είχε αυτές τις φωτογραφίες η Μαμά μου στο σπίτι, μέσα στο κουτί. 

Γρήγορα πέρασε η μέρα!  Δεν είχε κανείς μεταφορικό μέσον!  Ελάχιστοι είχαν εκείνη την εποχή.  Μιλάμε για το 1966 ή 1967 αρχές.  Ήμασταν στα Ελευσίνια! 

Αυτό το μέρος είναι λίγα χιλιόμετρα μετά την Ελευσίνα.  Εκεί που είναι τώρα οι βαρέλες του Διυλιστηρίου της Πετρόλα. Το πιο εύκολο για να πάμε στο οικόπεδό μας, ήταν, να πάρουμε το Λεωφορείο των Μεγάρων, αυτό που περνούσε από την Λεωφόρο Αθηνών!  Γιατί υπήρχε και άλλο που περνούσε από την Ιερά Οδό.  Το παίρναμε, και κατεβαίναμε στη στάση "Νεράκι", στην ανηφορίτσα!  Έτσι λέγαμε στον οδηγό!  Ήταν δύο εργοστασιάκια εκεί που έφτιαχναν λιπάσματα! Ίδια, που είχαν ένα κενό ανάμεσα, και από κει, ανάμεσά τους, από το σπίτι μας, βλέπαμε το δρόμο και το τρένο που περνούσε!

Εκείνη την Καθαρή Δευτέρα το βράδυ, πέρασαν γεμάτα τα Λεωφορεία, λόγω της ωραίας Ανοιξιάτικης μέρας, ο κόσμος είχε βγει στην εξοχή!  Και δεν μας πήραν.  Ξέραμε ότι δεν είχε άλλο. Κι έτσι το πήραμε παρέα παρέα, ποδαρόδρομο για την Ελευσίνα. Πολύς δρόμος. Εμείς τα μικρά κουραστήκαμε. Και οι μεγάλοι. Αρκετά χιλιόμετρα. Αλλά και τι να έκαναν;  Πού να έμεναν μέσα στη νύχτα; Θυμάμαι μια χαρακτηριστική σκηνή ενός νεαρού από την παρέα, που παιδάκι τότε, δεν την καταλάβαινα!  Λέω, τι κάνει αυτός τώρα;....  Είχε σηκώσει το μπατζάκι του και έκανε οτοστόπ στα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν, ενώ οι υπόλοιποι χαχάνιζαν.....  Έκαναν πλάκα όλοι μαζί......  Κάποτε φτάσαμε στη Στάση, στην Ελευσίνα......  Ήρθε το Λεωφορείο, μπήκαμε, και φτάσαμε στο Αιγάλεω! 

=============================================================



Μας άφηνε εκεί το Λεωφορείο, στην Παλιά Εθνική Αθηνών Κορίνθου, στο "Νεράκι" στην "Ανηφορίτσα" και παίρναμε τον ποδαρόδρομο.....  Ήταν ένα τέταρτο τουλάχιστον μέχρι το σπίτι.  Μπορεί παραπάνω.  Ήταν εκεί το κτήμα του κυρ-Μελέτη.  Μεγάλο κτήμα.  Το περνούσαμε στο πλάι, και μας γαύγιζαν τα σκυλιά. Και καλά να ήταν μέρα. Έχεις άλλο θάρρος.  Όταν ήταν νύχτα;  Όταν έκλεινε τα μαγαζιά μας ο Μπαμπάς το βράδυ 8.30 η ώρα, κι από κει παίρναμε το Λεωφορείο, κι ερχόμασταν 10.00, 10.30 η ώρα, μέσα στη νύχτα;;;;  Κάτι άγρια σκυλιά, φόβος και τρόμος!  Η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, να φοβούνται κι αυτοί, αλλά να προσπαθούν να καθησυχάσουν εμάς!  Και να είμαστε και κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι, φορτωμένοι πράγματα!  Φαγώσιμα, ρούχα, νερό, τα βιβλία μας για να διαβάσουμε για το Σχολείο, πράγματα για το σπίτι, ότι θες!  Φυτά, που όλο και κάτι θα ήθελε να φυτέψει ο Μπαμπάς.....

Εμείς μικρά, ήμασταν και τρομοκρατημένα.  Το φοβόμασταν το σκοτάδι!  Ήμασταν μέσα στη φύση, σε ένα μέρος, που δεν είχε καθόλου μα καθόλου φωτισμό. Όταν είχε φεγγάρι, κάτι γινόταν.  Όταν δεν είχε;  Πηγαίναμε στα τυφλά, με τα κλαριά να κινούνται, τα σκυλιά να γαυγίζουν, άλλα μέσα από το σύρμα του κτήματος, και άλλα έξω από το σύρμα, κοντά μας!  Συχνά, ο Πατέρας μου, έπαιρνε μαζί του ξεροκόμματα, για να ρίχνει στα σκυλιά.  Γιατί πολλές φορές του είχαν ορμήξει.  Περπατούσαμε και βλέπαμε.....  Δεξιά η φιγούρα ενός δέντρου έμοιαζε με μια τεράστια αρκούδα!  Αριστερά άλλο δέντρο έμοιαζε με έναν φοβερό δράκο!  Τώρα, τώρα, θα μας αρπάξει.....

Τελικά βρίσκαμε το δικό μας δρομάκι, στρίβαμε, και αρχίζαμε να ανηφορίζουμε τον λόφο μας!  Είχαμε μάθει τον δρόμο, και ας μην είχαμε φως, προχωρούσαμε.  Η ανηφόρα ήταν μεγάλη, και φορτωμένοι όπως ήμασταν, ήταν ζόρι, αλλά βιαζόμασταν να φτάσουμε στον προορισμό μας.  Σπίτι!  Και έτσι δεν μας φαίνονταν πια τα τελευταία μέτρα.....  Θα ξεκουραζόμασταν!

Μπαίναμε μέσα, άναβαν οι δικοί μου την λάμπα πετρελαίου, και ετοίμαζαν φαγητό. Ήμασταν κατάκοποι.  Έκανε και κρύο, πέφταμε στα κρεβάτια μας!  Γιατί δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, για να δούμε τηλεόραση.....  Αν και οι τηλεοράσεις εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά σπάνιες.  Εμείς είχαμε μία στην Αθήνα, από τις πρώτες!  Είδαμε τις πρώτες εκπομπές που έγιναν. 

Όταν ξημέρωνε όλα ήταν αλλιώς!  Μπορούσαμε να βγούμε έξω να παίξουμε!  Αν είχε καλή μέρα, ήταν Χαρά Θεού!  Πράσινο παντού, λουλουδάκια όλων των χρωμάτων, χαμομήλια, μολόχες, θυμάρια, καντηλάκια, κηρήθρες, κρινάκια, κυκλάμινα, κρεμμύδες, ραδίκια, βρούβες, ζοχοί, τσουκνίδες, βάτα, ψηλά πεύκα, αγριελιές, αγριοκυδωνιές, αγριοαχλαδιές, αμυγδαλιές.

Παίζαμε μπάλα, κρυβόμασταν, κυλιόμασταν, και δεν υπήρχε ο φόβος των αυτοκινήτων, ή των κακών ανθρώπων όπως σήμερα!  Που φοβάσαι να αφήσεις από τα μάτια σου το παιδί σου!  Όπως παίζαμε, συχνά πυκνά να και ο επισκέπτης:  Κάποια χελώνα!  Κούτσα κούτσα πήγαινε το δρόμο της!  Πόσο τις αγαπώ!  Συχνά τις βλέπω στον ύπνο μου!  Μερικές φορές είχαμε πάρει και μαζί μας στο σπίτι και την κρατήσαμε στο Αιγάλεω, μετά όμως την ξαναπήγαμε στο βουνό.

Έτσι ήταν τις πρώτες φορές που πηγαίναμε.  Γρήγορα ο Πατέρας μου έπεισε τον κυρ-Μελέτη και μας έδωσε Ρεύμα!  Έβαλε μερικές ξύλινες κολώνες στην ανηφόρα που μας χώριζε από το κτήμα του, και το πολύτιμο αγαθό ήρθε και σε μας!  Ήταν Διπλωματούχος Ηλεκτρολόγος Εγκαταστάτης και αυτή ήταν η δουλειά του!  Έβαλε και ένα ενδιάμεσο μετρητή για να ξέρουμε πόσο καίμε, και όλα εντάξει.  Τι όμορφα ήταν τότε.....  Είχε βάλει πολλές λάμπες και δεν πέφταμε πια να κοιμηθούμε τόσο νωρίς.....  Γρήγορα έφερε και την τηλεόραση από την Αθήνα, έφερε μία καλύτερη εκεί, και όλα ήταν καλύτερα.

Ήταν όμως μεγάλη η έλλειψη του νερού.  Απαραίτητη η δημιουργία μιας στέρνας.  Μιας δεξαμενής, που θα του επέτρεπε να φυτέψει και δέντρα και λουλούδια, που τόσο το ήθελε.  Το έδαφος ήταν πρανές.  Κατηφορικό.  Συνεννοήθηκε με ένα φίλο του εργολάβο, εκεί της περιοχής, και έσκαψαν, και έκαναν την πρώτη πλατφόρμα, κούφια από μέσα, που ήταν η δεξαμενή.  Με τσιμεντοκονίαμα εσωτερικά.  Έχτισαν από πάνω και το σπίτι μας, τρία μεγάλα δωμάτια, και χωλ, γύρω από την παραγκούλα.  Πάντα με φόβο, βέβαια, γιατί ήταν λαθραίο!  Πάντα όταν βλέπαμε το τζιπάκι της Αστυνομίας να περνάει, μάς έκοβε κρύος ιδρώτας, γιατί καταλαβαίναμε ότι μπορούσαν να πιάσουν τον Πατέρα μας και να τον πάνε Φυλακή!  Τώρα καταλαβαίνω, πως θα πήγαινε αυτόφωρο.

Χτίστηκε το σπίτι, όλα καλά, κάνα δυο φορές ήρθε η Αστυνομία, αλλά δεν τον έπιασαν!  Δόξα τω Θεώ!  Για να μαζεύεται το νερό της βροχής είχε βάλει γύρω γύρω από τις λαμαρίνες της σκεπής, λούκια!  Μαζευόταν εκεί το νερό, και με σωλήνες πήγαινε μέσα στη δεξαμενή.  Εκεί όμως έκαναν τις φωλιές τους και σπουργίτια.  Κάμποσες φορές βρήκαμε πουλάκια μέσα στο νερό.

Όταν μια φορά φύσαγε πολύς και δυνατός αέρας, τις πήρε τις λαμαρίνες από τη σκεπή.  Τότε πήγε και πήρε ειδικούς γάντζους ΠΙ, και με ανέβαζε πάνω στη σκεπή.  Μου έλεγε τι να κάνω, μου έδινε τις βίδες, τις έβαζα, ότι χρειαζόταν, και τις βιδώσαμε.  Εγώ πάνω στη σκεπή, εκείνος από κάτω, την στερεώσαμε καλά!  Γιατί δεν την ξαναπήρε ο αέρας πια! 

Έφερνε και βυτίο και τη γέμιζε τη δεξαμενή!  Στις αρχές.  Μετά με τα λούκια που έβαλε, δεν χρειαζόταν το βυτίο.  Ίσα ίσα μας έβγαζε το Καλοκαίρι, μέχρι να ξαναρχίσουν οι βροχές.  Άρχιζαν τότε να μεγαλώνουν και τα δεντράκια μας.  Η Μαμά μου γύριζε και τα κοίταζε τσάκα τσάκα.....  Είχε τόσες δουλειές να κάνει πάντα......  Εκείνος καθόταν και τα χάζευε με τις ώρες!  Και ερχόταν μετά και της έλεγε:  "Είδες η αμυγδαλιά;  Πέταξε καινούργιο κλωναράκι!  Η μικρούλα η ελιά, στο κάτω παρτέρι κιτρίνισε!  Οι πανσέδες δεν έβγαλαν άλλα λουλούδια!  Το γιασεμί Έβγαλε κι άλλα!  Τα κρεμμυδάκια θα τα μαζέψουμε σε δυο βδομάδες!  Και τα μαρουλάκια!  Θ' αφήσω κρεμμύδια να πιάσω σπόρο.  Η τριανταφυλλιά έχει μελίγκρα".

Τότε ακούγαμε ένα κορνάρισμα, ήταν Κυριακή πρωί, και βλέπαμε ένα μικρούλι άσπρο αυτοκινητάκι να έρχεται.  Ήταν οι γείτονές μας από το Αιγάλεω, ο κυρ- Γιάννης με την κυρ-Αθηνά και τον γιο τους τον Κώστα!  Χαρά που κάναμε....  Αρχίζαμε τα παιχνίδια με τον Κώστα, είναι της ίδιας ηλικίας με τον Γιάννη.  Παίζαμε, τρέχαμε, πηγαίναμε στο βουνό!  Πιο πέρα δηλαδή από το σπίτι.  Τι ωραία που ήταν.....  Κάποτε γυρίζαμε, και οι δικοί μας είχαν στήσει την ψησταριά. Πω, πω, τι χαρά!  Η όμορφη μυρωδιά να σου σπάει τη μύτη!  Γρήγορα γρήγορα στήναμε τα τραπέζια!  Πλέναμε τα χέρια μας, και κάναμε ότι μας λέγανε για να ετοιμάσουμε.  Πηγαίναμε τα πιάτα, τα ποτήρια, τη σαλάτα από μαρουλάκια, ρόκα, αγγουράκια, ντοματούλες, κρεμμυδάκια από τον κήπο!  Το ψωμί στον ψήστη, τις χαρτοπετσέτες, τα μαχαιροπήρουνα, τις πατατούλες....  Επ!  Έλεγαν οι μεγάλοι:  "Μην τις τρώτε τώρα, καλέ, κάντε υπομονή.....  Δεν θα φάτε κρέας μετά.....  Θα χορτάσετε με τις πατάτες....."  Πηγαίναμε τη φέτα, τη σπανακόπιτα, τις πιπερίτσες τις τηγανητές, ότι άλλο υπήρχε, τα ραπανάκια από τον κήπο που άρεσαν στον Μπαμπά, φέρναμε και το κρασάκι, είχαν γίνει και τα παϊδάκια, και το ψητό ψωμί με το λάδι και τη ρίγανη και τσούγκριζαν τα ποτήρια!  Καθόμασταν σε άλλο τραπέζι οι μεγάλοι, σε άλλο εμείς τα παιδιά!
Νιάμ, νιάμ.....  Τι νοστιμιά.....  Πιο νόστιμα από εκείνα τα παϊδάκια δεν έχω δοκιμάσει!

Μετά οι μεγάλοι έπεφταν να ξαπλώσουν, κι εμείς χαζεύαμε.  Μας έπιανε, βέβαια, και το ακατάσχετο γέλιο.....  Ενώ προσπαθούσαμε να κάνουμε ησυχία.....  Τα γνωστά κρυφοχαχανητά.....  Και πάλι να γελάμε......  Ενώ έπρεπε να κάνουμε ησυχία, επειδή κοιμούνταν οι άλλοι.....  Και χα, χα, χα........

Εκείνο τον καιρό είδε την μεγάλη ανάγκη του αυτοκινήτου ο Μπαμπάς!  Πήγε και έκανε τα μαθήματα οδήγησης, και πήρε το Δίπλωμα.  Μετά πήρε ένα μεταχειρισμένο Φιατάκι, Βεραμάν χρώμα, πρασινούλι, σε..... καλή κατάσταση, όχι και πολύ καλή...... Την πρώτη φορά που ξεκινήσαμε να πάμε στη θεία μου τη Ροδάνθη στη Ραφήνα, μάς άφησε τρεις φορές!  Τρεις φορές έπαθε λάστιχο, κάτι τέτοιο.....
Νέος οδηγός ήταν, κάποτε καλυτέρευσε, και ερχόμασταν με μεγαλύτερη άνεση, αντί να μας αλυχτάνε τα αγριόσκυλα..... Ειδικά τις νύχτες..... Πηγαίναμε και στη θάλασσα πιο εύκολα!  Η θάλασσα ήταν μισή ώρα ποδαρόδρομος!   Τι ωραία που ήταν στη θάλασσα.....  Είχε φύκια μέχρι να μπεις, μετά είχε άμμο.  Πιο δεξιά δεν είχε φύκια.  Τι παιχνίδια κάναμε με τον Γιάννη εκεί......  Θυμάμαι είχαν ρίξει μερικά τούβλα μέσα στο βυθό, και σκύβαμε, τα πιάναμε ξαφνικά, απ' τις άκριες, προσεκτικά, κλείνοντας με τις χούφτες μας τις τρύπες, και κλείναμε μέσα μικρά ψαράκια!  Ψαράκια που είχαν μπει μέσα στα τούβλα!  Χαρές που κάναμε όταν μας γαργάλαγαν τα δάχτυλα....

Τι βουτιές κάναμε με τη μάσκα και τα βατραχοπέδιλα.....  Δελφινάκια ήμασταν!

Υπήρχαν δυο Ξενοδοχεία εκεί.  Η Αύρα, και το άλλο δεν το θυμάμαι.  Πηγαίναμε και ξεπλενόμασταν στη ντουζιέρα, και παίρναμε τον ανήφορο μετά.  Βάραγε στο κεφάλι ο ήλιος.....  Ήταν πολύ κουραστική αυτή η διαδρομή......  Την Πέμπτη, την Παρασκευή και το Σάββατο.  Αυτές τις μέρες, την Πέμπτη έπαιρνε πολύ πρωί το Λεωφορείο ο Πατέρας μου και γύρναγε στο Αιγάλεω, από τα Ελευσίνια, στα μαγαζιά μας.  Εμείς μέναμε εκεί με τη Μαμά μας.  Ήταν Κολοκαίρι, δεν είχαμε Σχολείο.  Το Σάββατο το μεσημέρι, που δεν άνοιγε το απόγευμα, φορτωνόταν πράγματα, κρεατικά και τέτοια, έπαιρνε το Λεωφορείο, και ερχόταν. Μέναμε όλοι μαζί το υπόλοιπο του Σαββάτου και την Κυριακή, και πρωί πρωί την Δευτέρα έφευγε η Μαμά μου για το Αιγάλεω.  Κράταγε τότε εκείνη τα μαγαζιά.  Εμάς δεν μας καλοάρεσε τότε, γιατί ο Μπαμπάς μάς έβαζε πάντα να κάνουμε δουλειές!  Πηγαίναμε με το Φιατάκι στην Ελευσίνα, στη Λαϊκή, και ψώνιζε!  Έπαιρνε πολλά φρούτα και λαχανικά.  Πολλά.  Έτρωγε και το πρωί κανονική μερίδα φαγητό.  Πίστευε αυτό που λένε οι οικολόγοι ότι το πρωινό είναι το κυριότερο γεύμα της ημέρας.  Έτρωγε το πρωί κανονική καλή μερίδα φαγητό, της προηγουμένης, μια δυο φέτες ψωμί, και μετά ένα φρούτο απαραιτήτως.  Κυρίως μήλο.  Έτρωγε πολλά μήλα.  "Ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα".  Και πραγματικά, σπάνια αρρώσταινε, εκτός από την εγχείρηση στα νεφρά του που έκανε, και του αφαίρεσαν έναν μεγάλο λίθο.  Το 1969.  Κατά τα άλλα ήταν πολύ υγιής.  Στο τέλος της ζωής του παρουσίασε πίεση και έπαθε τα εγκεφαλικά, από τα οποία και πέθανε. 79 ετών.

Στη Λαϊκή, ψώνιζε εκείνος, και εμείς μεταφέραμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο.  Βαριές σακούλες, πόσον δρόμο......  Το θυμάμαι ακόμα......  Γέμιζε το αυτοκίνητο.  Μετά πηγαίναμε σε κάτι βρύσες και γεμίζαμε νερό.  Γιατί το νερό της δεξαμενής μας δεν ήταν πόσιμο.  Είχαμε διάφορα παγούρια και παγουράκια, που γεμίζαμε.  Και έπρεπε να τα κουβαλήσουμε.  Μικρά παιδάκια, σε αρκετή απόσταση.  Ο Πατέρας μου ήταν της άποψης ότι το παιδί πρέπει να μαθαίνει να κάνει δουλειές, και να μη το παραχαϊδεύεις.  Σωστό αυτό, αλλά πρέπει να νοιώθει και την Αγάπη σου, για να έχει να στηριχτεί στις δύσκολες ώρες. 

Μετά την Ελευσίνα, πηγαίναμε στη Θάλασσα.  Πίστευε πολύ στη Φυσιοθεραπεία ο Πατέρας μου.  Στο καλό που κάνει το Ιώδιο της θάλασσας στον οργανισμό.  Κάναμε μπάνιο, και μετά γυρίζαμε σπίτι.  Αλλάζαμε και τρώγαμε ότι είχε αφήσει η Μητέρα μας να φάμε, όλα εντάξει.  Τις άλλες μέρες όμως μαγείρευε εκείνος!  Τι να μαγειρέψει ένας άντρας;....  Και μάλιστα όταν είχε να συναγωνιστεί με μια Πολίτισσα μαγείρισσα, όπως η Μητέρα μου;.....  Ήμασταν καλομαθημένα!  Πώς να φάμε τον δικό του καγιανά με τις μισοψημένες ντομάτες μέσα, όταν ξέραμε πώς το έφτιαχνε η Μαμά;......  Μας μάλωνε που δεν τρώγαμε, εγώ προσπαθούσα να το φάω.....  Ο Γιάννης με τίποτε! 

Μάζευα τα πιάτα, τα έπλενα!  Όχι με βρύση.  Έβαζα σε μια λεκάνη λίγο νερό, και λίγο Τζετ.  Τα πέρναγα όλα με το σφουγγάρι.  Μετά έβαζα στην άλλη λεκάνη νερό από τον κουβά της δεξαμενής, και τα πέρναγα πάλι να ξεβγαλθούν.  Αν λερωνόταν πολύ το νερό, το άλλαζα.  Είχαμε και βρυσάκι, αλλά ήταν σε άλλο μέρος, έξω, για να πλένουμε το πρόσωπο και τα χέρια μας.  Έπρεπε να φροντίζω να έχει πάντα νερό μέσα. 

Μετά έπρεπε να κοιμηθούμε.  Απαραιτήτως.  Σχεδόν πάντα μάς έπαιρνε ο ύπνος.  Μερικές φορές όμως μάς έπιαναν χαχανητά, που προσπαθούσαμε να καταπνίξουμε......  Χου, χου, χου.......   Και πάλι χαχανητά.......  Χα, χα, χα.......

Αλλά έπρεπε να κάνουμε δουλειές!  Ο Πατέρας μου είχε την ιδέα να βάλει στο πάτωμα κάτι μαρμαρίνες, λεπτές, και μ' αυτές να κάνει σχέδια στο πάτωμα των δωματίων.  Πήρε λοιπόν 2-3 φορές από ένα φορτηγό μαρμαρίνες, που τις άδειασαν στο πάνω μέρος του οικοπέδου, εκεί που ερχόταν ο δρόμος.  Τώρα, δική μας δουλειά ήταν, να έρθουν όλες αυτές οι μαρμαρίνες μέσα, εκεί που θα τοποθετούνταν.  Δύσκολη δουλειά.  Η απόσταση δεν ήταν και λίγη, και ήταν και σκαλοπάτια.  Γιατί το έδαφος ήταν κατηφορικό.  Η Μάνα μας λοιπόν, ο Μέγας Διαμεσολαβητής μεταξύ μας, και του Πατέρα μας, επειδή γκρινιάζαμε.....  αλλά τον φοβόμασταν κιόλας.....  μάς έλεγε:  "Να, θα κάνετε 10 βόλτες!  Εγώ θα είμαι εδώ και θα μετράω!  Ποιος θα περάσει τον άλλον....."

Πηγαίναμε κι εμείς, γεμίζαμε τα κουβαδάκια μας με μαρμαρίνες, το δικό μου κουβαδάκι λίγο πιο μεγάλο από του Γιάννη.  Είμαι 2 χρόνια, 3 μήνες, και 6 μέρες μεγαλύτερή του.  Και με κόπο μπαίναμε απ' την καγκελόπορτα στο οικόπεδο, κατεβαίναμε τα σκαλιά, και ερχόμασταν στο σπίτι!  Το αδειάζαμε στο σωρό, και ρωτάγαμε τη Μαμά:
- "Μαμά, μαμά, πόσα έκανα;...." 
- "Εσύ τέσσερα κι ο Γιάννης τρία.....  Έλα, κοντεύετε....."

Μ' αυτά τα μαρμαράκια έγινε μια φορά ένα περιστατικό που μετά από χρόνια ρώτησα τη Μητέρα μου και μου το εξήγησε.  Έφτιαχνε τα μαρμαράκια ο Πατέρας μου, για την ακρίβεια διάλεγε το σχέδιο, ποια θα τοποθετούσε και πώς.  Και κάτι έφτιαξε κάτω.  Και φώναξε τη Μητέρα μου να το δει.  Μόλις το είδε εκείνη, αναστατώθηκε!  Γέλαγαν, ψιλοφώναξαν, πάλι γέλαγαν, γενικά, μια αναταραχή!  Χάλασαν το σχέδιο, και μετά ησυχία.

Ο Πατέρας μου είναι γνωστός αριστερός!  Με εξορίες, με δράση!  Και εκεί είχε σχεδιάσει το Σφυροδρέπανο.  Το ήθελε βέβαια να το κάνει, αλλά ποιος τολμούσε;  Χούντα τότε, να έχει το σφυροδρέπανο στο πάτωμά του;.....

Έκανε κάτι λουλουδάκια σ' αυτό το μέρος, και πιο δίπλα έκανε το Κεφάλι του Ολυμπιακού!  Πολύ όμορφο, και πολύ πιστό αντίγραφο!  Κρίμα που ήμουν μικρή, δεν είχα φωτογραφική μηχανή να τα φωτογραφίσω όλα αυτά!  Τώρα είναι κρυμμένα κάτω από κάποια βαρέλα της Πετρόλα.

Άλλη δουλειά που κάναμε ήταν το πότισμα.  Το έδαφος εκεί δεν ήταν εύφορο.  Κάτι χορταρικά φύτρωναν, ραδίκια, ζοχοί, βάτα, ελιές, πεύκα.  Ο Πατέρας μου ήθελε να βάλει απ' όλα.  Και κηπευτικά απ' όλα τα είδη, και οπωροφόρα δέντρα, και καλλωπιστικά, και όλα.  Δεν έπιαναν όμως, ούτε προόδευαν.  Σαν μωρά τα φρόντιζε, αλλά εις μάτην.  Κι ας είχε ρίξει μέσα στο οικόπεδο αυτοκίνητα και αυτοκίνητα χώμα.....  Καινούργιο χώμα, τάχα γόνιμο και πλούσιο.  Λίγα τα αποτελέσματα.  Ποτίζαμε και ποτίζαμε, έβρεχε, τίποτε.  Τα δεντράκια μας πάντα κατσιασμένα ήταν.  Αλλά το πότισμα ήταν δύσκολο.  Κατά καιρούς είχε πάρει αντλίες, μηχανάκια, που βγάζουν το νερό έξω από τη δεξαμενή, αλλά δεν έκανε δουλειά.  Έτσι συνεχίσαμε να ποτίζουμε με τους κουβάδες.  Είχαμε έναν κουβά με χέρι, εκεί ήταν δεμένο ένα σκοινί, τον ρίχναμε από το τετράγωνο άνοιγμα της δεξαμενής μέσα στη δεξαμενή.  Ακουγόταν εκείνος ο χαρακτηριστικός θόρυβος, το πλατς, μέσα στο νερό, μέσα σε κλειστό χώρο.  Του κάναμε ένα έτσι, για να πέσει στο πλάι και να γεμίσει νερό, και τον τραβάγαμε επάνω.  Πολύ βαρύς για τα παιδικά μου χέρια.....  Έριχνα λίγο νερό, για να μπορέσω να τον κουβαλήσω.  Και πήγαινα και πότιζα τα δέντρα.  Ή τα λουλούδια που ήταν στο κάτω παρτέρι. 

Αυτά τα παρτέρια......   Όπως ήταν κατηφορικό το οικόπεδο, όλα κυλούσαν!  Έριχνε με τα φορτηγά το χώμα, ωραίο κόκκινο καστανόχωμα, με λίγες βροχές, το έπαιρνε, και χανόταν.  Γι' αυτό, τον συμβούλεψαν να κάνει οριζόντια στο οικόπεδο τοιχία, που θα το χωρίζουν σε τμήματα, σε επίπεδα, και εκεί θα μένει και το χώμα, και το νερό, και θα φυτεύονται και καλύτερα.  Πήρε ένα γείτονα οικοδόμο, και όλοι εμείς βοηθήσαμε, σιγά σιγά μεταφέραμε πάλι με τα κουβαδάκια μας όλα τα υλικά, στα μέρη που θα έπεφταν τα μπετά, και έγιναν τα τοιχία.  Σε μερικά μέρη του οικοπέδου ήταν μερικές δεκάδες εκατοστά ψηλά.  Σε άλλα ήταν πολύ ψηλότερα.  Ούτε έπεσαν με μια φορά.  Τρεις και τέσσερις φορές χρειάστηκε για να γίνει η διαδικασία.  Αλλά το αποτέλεσμα ήταν καλό.  Επιτέλους το χώμα κρατήθηκε στη θέση του.  Και μαζί με κοπριά και κόπο πολύ, άρχισε να καρπίζει......  Άρχιζε να βάζει ο Πατέρας μου μαρουλάκια, κρεμμυδάκια, ραπανάκια, σινάπι, βλίτα, λαχανίδες, γαρυφαλλιές, μπουγαρινιές, βιολέτες, πανσέδες, κρινάκια, χωνάκια, κόσμους, τριφυλλάκι, μοσχομπίζελα, βασιλικά.....  Τα δεντράκια έπαιρναν επάνω τους!  Είχε ελιές, λεμονιές, φοίνικα, αμυγδαλιές, δάφνη, όλα τα είδη δέντρων....... 






Μια Ιστορία........ (2)






21η Απριλίου!

Με το τέλος του Εμφύλιου ο Πατέρας μου όμως δεν μπορούσε να μείνει εδώ.     Ας είχε Δίπλωμα Ηλεκτρολόγου, ας ήταν η οικογένειά του η ιδρυτική όλης της περιοχής, ας έζησε όλη η γειτονιά με τις λαχανίδες που έκοβε απ΄ τα χτήματα του παππού, δεν μπορούσε να μείνει στον τόπο του, γιατί ήταν Κομουνιστής.     Δεν μπορούσε.      Τα μάζεψε λοιπόν, και πήγε στην Κρήτη.      Στα πάτρια εδάφη.      Στη Σητεία.      Δούλεψε εκεί.     Λίγα χρόνια.       Μετά ξαναγύρισε.      Το ΄56 βγήκε Δημοτικός Σύμβουλος Αιγάλεω με τον Συνδυασμό του Αείμνηστου Νονού μου, του Δήμαρχου για 25 χρόνια Σταύρου Μαυροθαλασσίτη.     Ανάλαβαν το Αιγάλεω λίγες παράγκες και το έκαναν αυτό που είναι σήμερα.      Αυτοί, οι πρώτοι σκαπανείς.      Πήγαν εξορίες, έφαγαν ξύλο, φυλακίστηκαν, Γυάρος, Αη-Στράτης, Λέρος.     Την 21η Απριλίου 1967 τους μαζέψανε στο Γήπεδο Καραϊσκάκη!    Θυμάμαι, τότε το κατάλαβε ο πατέρας μου ότι θα τον πιάσουνε, ήμουν στη σκάλα, 6 χρονών παιδάκι, μου λέει:     «Πάω στον Μ.     Μην πεις σε κανέναν τίποτε»      και έφυγε.     Δεν το είπα πουθενά.     Η μαμά μου ακόμα το λέει, και καμαρώνει.      Μετά όμως πήγε και παραδόθηκε.       Θυμάμαι ακόμα τις μέρες που έλειπε στη Γυάρο, και η μαμά μου με τη θεία μου, προσπαθούσαν να πληρώσουν τα γραμμάτια στα μαγαζιά μας.       Θυμάμαι τη μέρα που γύρισε.      Το Σχολείο ήταν από κάτω από το σπίτι μας:      Μας λέει η Δασκάλα:     «Άντε πηγαίνετε επάνω»       Λέω και εγώ:     Γιατί να μας το λέει;      Πάω και τι να δω;     Ο πατέρας μου!!!....     Πήγαμε κοντά του και ήταν η μοναδική φορά που μας πήρε στα γόνατά του      και γέλαγε ο καημένος.     Αυτό το γέλιο του.     Τόσο σπάνιο, αλλά πόσο μου άρεσε.....    


Η Χούντα…….

Ω! Η επταετία!!!       Πόσος τρόμος......        Πάντα είχα το φόβο ότι θα τον πάρουν πάλι στην εξορία.       Η μαμά μου πάντα φοβισμένη, πάντα να κρυφομιλάνε και τάχα εμείς τα παιδιά δεν καταλαβαίναμε.      Και το βράδυ....      Αχ! Το βράδυ....    Είχε ένα μικρό ραδιόφωνο, δεν το έπιανε το μάτι σου,     ρεύματος,   πλαστικό εξωτερικά,   που σ΄ αυτό το μικρό ραδιάκι, εκείνος το είχε μετατρέψει έτσι, και έπιανε Βραχέα,      και έπιανε Λονδίνο,    και     Ντόιτσε Βέλλε    κυρίως.     Καμιά φορά έπιανε και     Τίρανα.     Αχ! Αυτός ο τρόμος!    Ακόμα όταν ακούω τα σήματα αυτών των Ραδιοφωνικών Σταθμών, ανατριχιάζω,     γιατί θυμάμαι εκείνες τις στιγμές,    που παίζαμε το κεφάλι μας όλοι!!!    Ήταν άκρως απαγορευμένο    να ακούς τέτοιους σταθμούς!!!     Αντιστασιακούς!!!     Που έλεγαν κατά του Καθεστώτος των Συνταγματαρχών   και της Χούντας!!!    «ΕΔΩ, ......   ΛΟΝΔΙΝΟΝ!!!»      Και ο ψίθυρος της μαμάς μου:     «Βρε Γιώργο, χαμήλωσέ το,     θα μας ακούσουν.....»


Εδώ Πολυτεχνείο!!!!

Και όταν ξεψύχαγε   η Χούντα    το: «ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ!!!     ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ!!!    Σας μιλά ο Σταθμός    των Ελεύθερων    Αγωνιζόμενων    Φοιτητών,   των Ελεύθερων Αγωνιζόμενων   Ελλήνων!!!      Αδέρφια μας Στρατιώτες!!!      Αδέρφια μας Στρατιώτες!!!!     Είστε   αδέρφια μας!!!!     Δεν θα μας χτυπήσετε!!!!     Είστε αδέρφια μας!!!!     Αδέρφια μας Στρατιώτες!!!!»    Κι όμως::::   ......   τους χτύπησαν.     Την άλλη μέρα   το πρωί    ο πατέρας μου ανέβηκε   στο κέντρο   της Αθήνας, και πήγε   στο Πολυτεχνείο απ΄ έξω, και   είδε τις Πυροσβεστικές,   με τις μάνικες, να ρίχνουν   τόνους νερού   για να ξεπλύνουν     τα αίματα των παιδιών μας,   που είχαν χυθεί   το προηγούμενο βράδυ.     Ξεπλένεται όμως   ποτέ   το   αδικοχαμένο   Αίμα;     Ειδικά το   Άγιο   Αίμα το   χυμένο για την  Ελευθερία;     Την ελευθερία του  Λόγου, της  έκφρασης,  της   Ζωής;      Τα παιδιά μας  σήμερα, δεν το καταλαβαίνουν!       Δεν έζησαν   αυτόν τον  τρόμο, τον  φόβο,  την   καταπίεση....   

Νάρκες στον Γοργοπόταμο!

Ακόμα ένα περιστατικό θυμάμαι,    από πιο παλιά,    και πιο σοβαρό.   Με είχε πάρει και είχαμε πάει στη Γιορτή για την Επέτειο της Ανατίναξης της Γέφυρας του Γοργοπόταμου.     Διοργάνωνε ο ίδιος τις Εκδρομές.  Μάζευε σαν Δημοτικός Σύμβουλος, σαν Ηλεκτρολόγος, σαν απ΄ τους πρώτους κατοίκους, σ΄ όλη την Αναγέννηση, σ΄ όλη την περιοχή,  νοίκιαζε Πούλμαν, και πήγαινε τον κόσμο σ΄ όλη την Ελλάδα.   Μας πήγαινε στην Έκθεση της Θεσσαλονίκης,   στην Έδεσσα,   στον Αλιάκμονα,   στον Πηνειό,  στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης,   στην Κυλλήνη,   στα Σελήνια στη Σαλαμίνα,  σ΄ όλη την Πελοπόννησο,   στην Ολυμπία,  Μυστρά,  Μονεμβασιά,   Λούρο,  Δυρρό,  Μέγα Σπήλαιο,  πού να τα θυμάμαι όλα τώρα....  Σ΄ εκείνες τις εποχές της στέρησης,  της αβιταμίνωσης,  της φτώχιας,  έπαιρνε τα μετακατοχικά παιδάκια και τα πήγαινε να κάνουν μπάνιο,  και καθημερινά στον Σκαραμαγκά με 1,5 δραχμή με το Λεωφορείο,  και τις Κυριακές σε  μακρινές Εκδρομές        με τα ελάχιστα χρήματα που μπορούσε να πετύχει στον ιδιοκτήτη του Πούλμαν,  και βάζοντας από την τσέπη του πολλές φορές.....       
    Ακόμη του χρωστάνε πόσα χρήματα......      

Εκείνη τη φορά λοιπόν,  χωρίς τη μητέρα και τον αδερφό μου,  πήγαμε πολλοί από τον Άγιο Σπυρίδωνα  και την Αναγέννηση,  στον Γοργοπόταμο.  Εγώ θυμάμαι μόνο,  που ήμασταν πάνω σ΄ ένα βουναλάκι με πρασινάδα,  φαίνεται  τότε έσκασε η νάρκη  που είχανε βάλει,  και έβλεπα τον κόσμο  από κάτω μας  να πηγαίνει  και να έρχεται  πανικόβλητος,  και  ανάμεσά τους  τους χωροφύλακες.  Κάποια στιγμή το βράδυ γυρίσαμε σπίτι, είχαμε χάσει τις τσάντες,  τα ρούχα, τη   φωτογραφική μας   μηχανή  και τα  πράγματά  μας, η μαμά μου            είχε τρελαθεί από την αγωνία της.  Είχαν σκοτωθεί  αρκετά  άτομα     τότε!!!.....  Ο Θεός όμως μας φύλαξε  άλλη  μια φορά.  Ο Νονός μου, ο Σταύρος Μαυροθαλασσίτης,  ο Δήμαρχος,  δεν ήταν μαζί μας εκείνη την ημέρα. 


29 Νοεμβρίου 1964

Κοίταξα στο Γκουγκλ την ημερομηνία και έμεινα έκθαμβη!

Πώς είναι δυνατόν να θυμάμαι τόσες λεπτομέρειες;

Είναι η μέρα που αποφάσισε η Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου να τιμηθεί η Ανατίναξη της Γέφυρας στον Γοργοπόταμο.  Μαζεύτηκαν εκεί 20.000 κόσμος. Ανάμεσα σ' αυτούς κι ο Πατέρας μου μ' εμένα.
Τότε έσκασε μια νάρκη, και χάθηκαν 13 άνθρωποι. Εκεί, στον Γοργοπόταμο.
Ήμουν 3 1/2 χρονών παιδάκι. Θυμάμαι ότι ήμασταν σε μια πλαγιά, με πολύ κόσμο γύρω μας. Μπροστά, κάτω, έβλεπα καπέλα χωροφυλάκων να κινούνται. Θυμάμαι ότι είχε ήλιο, λαμπερό, ο πατέρας μου φορούσε γυαλιά. 

Μετά κάτι έγινε, και ο κόσμος ήταν τρομαγμένος.....
Ύστερα θυμάμαι που αφήσαμε το βράδυ, τον κόσμο με το πούλμαν, ο Πατέρας μου διοργάνωνε τις εκδρομές, και τη μητέρα μου αλλοπαρμένη να μας ψάχνει!  Είχαμε χάσει τα πράγματά μας, τη φωτογραφική μηχανή, ζακέτες και μπουφάν, την τσάντα μας, αλλά ήμασταν ζωντανοί.  Άλλοι 13 άνθρωποι δεν ήταν.  Από μια νάρκη.  Θες ήταν από τον Πόλεμο, θες την έβαλαν τότε.....  Ποιος ξέρει;......                

Πορεία Ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη!

Θυμάμαι μια μέρα, έψαχνα να βρω για το Μάθημα των Οικοκυρικών, δείγματα από διάφορα υφάσματα, και έψαχνα σε ένα μπαούλο, που είχαμε κάτω, σε ένα ντουλάπι.       Κάνω έτσι, και βλέπω σφηνωμένο στην κάσα, πίσω απ΄ το ντουλάπι, πολύ-πολύ καλά κρυμμένο, ένα μπλε πανί.      Πιτσιρίκι ήμουν, πρώτη Γυμνασίου πήγαινα, το παίρνω, το ανοίγω, ξέρετε τι ήταν;      Δεν το καλοείδα:      Το άρπαξε η μητέρα μου, και όπου φύγει-φύγει:::       Τρόμος!!!!     Ήταν   (δεν ξέρω και να το πω::::   )     Το έμβλημα της Πορείας του Αείμνηστου       Γρηγόρη      Λαμπράκη!!!!      Χαίρομαι     και     καμαρώνω,   και θα το λέω,   πως     ήταν και ο πατέρας     με τη μητέρα μου    εκεί!!!     Σ΄ αυτό το μεγαλειώδες γεγονός!!!      Στην Πορεία του Μαραθώνα!!!!     Ήταν εκεί.     Δεν μ΄ άφησε να το δω.    Να το καμαρώσω......     Και    όταν μεγάλωσα,    και    κατάλαβα τι   ήταν, και   της το   ζήτησα, να το έχω    για κειμήλιο,    μου είπε    ότι μια μέρα    που μίλαγε    κάποιος Βουλευτής   του Πασόκ    στο Αιγάλεω,    (μεγάλη Πασοκτζού    η μαμά μου,   πολύ φανατική  ), το πήρε   και τους  το   πήγε.....     Τέτοια βλακεία    έκανε.     Τουλάχιστον    θα το   εκτιμήσανε;      Ή θα το   πετάξανε   κάπου, και εγώ    μένω   με τον    καημό......       Ούτε   μια   φωτογραφία δεν   το   έβγαλα.  Ας είναι......

Κηδεία Γεωργίου Παπανδρέου!

Θυμάμαι,      ανακατεμένα τα λέω,   την Κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου.   Πολύ μικρή ήμουν.   Πόσος πολύς κόσμος ήταν!!.....   Και θυμάμαι σαν να ήταν τώρα,  έναν κύριο,  που φόραγε   μια μακριά γούνα, σαν κάπως ξανθή    καμιλό  και  τιγρέ  τη θυμάμαι,    Νέο Κύμα τότε,    Μπιτλς    βλέπετε....  και  τι μου λέει  ο πατέρας μου:::   «Κοίτα,  Ρένα,   ο  Παπαμιχαήλ!!!»