Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Μια Ιστορία....... (3)





Ελευσίνια!

Πρέπει να ήταν η τρίτη φορά που πήγαμε στα Ελευσίνια!

Την πρώτη φορά, θυμάμαι, αχνά, ήταν η Μαμά μου, η θεία Γιωργία, και κάποιος άλλος!  Ίσως ο Γιάννης Μπρ., που τους έδειχνε τα οικόπεδα.  Διαφωνούσαν λίγο, και φύγαμε.

Την δεύτερη φορά, θυμάμαι, που είδα από μακριά, καθώς πλησιάζαμε με τα πόδια, την πλατφόρμα, και πάνω την Παραγκούλα, έτσι το λέγαμε το σπιτάκι, της Γιωργίας!  Ήταν ένα Λυόμενο Δωμάτιο, καλής κατασκευής, από Σουηδικό ξύλο, με κόκκινη σκεπή από Ελενίτ από πάνω!

Ήταν πολύ όμορφο!  Είχε την πορτούλα του μπροστά, με ένα παραθυράκι σε σχήμα ρόμβου!  Και στην πίσω μεριά ένα μεγάλο παράθυρο.

Μέσα είχε ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι, και στον τοίχο ένα ντουλάπι κουζίνας σαν ράφι.  Χωρίς πορτάκια.

Την αγάπησα αυτή την Παραγκούλα, αμέσως!
Πρέπει να ήμουν έξι ετών, ίσως λιγότερο.  Αλλά μου άρεσε το φως του τοπίου, το πράσινο γύρω, τα λουλούδια, οι μέλισσες που έτρεχαν εδώ κι εκεί, τα χαμομήλια που ήταν παντού, τα χελιδόνια, τα σπουργίτια που πετάριζαν! Τα τρία μεγάλα πεύκα μέσα στο οικόπεδο, πανύψηλα.....  Το δάσος απέναντι στον άλλο λόφο, όλο πεύκα, στρωμένο πευκοβελόνες....  Οι γονείς μας που μας άφηναν να παίξουμε χωρίς να φοβούνται για τα αυτοκίνητα, όπως στην Αθήνα!

Ο Γιάννης ο αδερφός μου κυνηγούσε τα μερμήγκια!  Τρέχαμε εδώ κι εκεί......

Στενοχωρηθήκαμε όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε.

Ξαναπήγαμε!  Κι αυτή τη φορά ήταν μεγάλη παρέα μαζί μας!  Ήταν Καθαρά Δευτέρα!  Ήταν πολλοί φίλοι των γονιών μου, από τον Άγιο Σπυρίδωνα.  Γύρω στα 30 άτομα.  Πετάξαμε αετό, πήγε πολύ ψηλά!  Έκοψε ένα χαρτονάκι ο Μπαμπάς μου, το πέρασε στο κορδόνι του αετού, κι αυτό σιγά σιγά ανέβαινε, ανέβαινε, και έφτασε ψηλά!  Ως τον αετό!  "Του στείλαμε Γράμμα!"  μάς έλεγε!

Μετά κόπηκε ο σπάγκος του, έπεσε κάπου, και πήγαν τα παιδιά και τον μάζεψαν. 

Οι κοπέλες είχαν φωτογραφική μηχανή.  Και με πήραν κι εμένα μαζί, μετά το φαγητό, και πήγαμε στα ριζά του λόφου, κάτω από τις ελιές, είχε ελαιώνες εκεί!  Και βγάλαμε φωτογραφίες.  Έπαιρναν ωραίες πόζες, καθόντουσαν σε σχήματα, ακτινωτά, και έβγαιναν ωραία.  Κρίμα που δεν ήταν έγχρωμες.  Δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα τότε.  Τις είχε αυτές τις φωτογραφίες η Μαμά μου στο σπίτι, μέσα στο κουτί. 

Γρήγορα πέρασε η μέρα!  Δεν είχε κανείς μεταφορικό μέσον!  Ελάχιστοι είχαν εκείνη την εποχή.  Μιλάμε για το 1966 ή 1967 αρχές.  Ήμασταν στα Ελευσίνια! 

Αυτό το μέρος είναι λίγα χιλιόμετρα μετά την Ελευσίνα.  Εκεί που είναι τώρα οι βαρέλες του Διυλιστηρίου της Πετρόλα. Το πιο εύκολο για να πάμε στο οικόπεδό μας, ήταν, να πάρουμε το Λεωφορείο των Μεγάρων, αυτό που περνούσε από την Λεωφόρο Αθηνών!  Γιατί υπήρχε και άλλο που περνούσε από την Ιερά Οδό.  Το παίρναμε, και κατεβαίναμε στη στάση "Νεράκι", στην ανηφορίτσα!  Έτσι λέγαμε στον οδηγό!  Ήταν δύο εργοστασιάκια εκεί που έφτιαχναν λιπάσματα! Ίδια, που είχαν ένα κενό ανάμεσα, και από κει, ανάμεσά τους, από το σπίτι μας, βλέπαμε το δρόμο και το τρένο που περνούσε!

Εκείνη την Καθαρή Δευτέρα το βράδυ, πέρασαν γεμάτα τα Λεωφορεία, λόγω της ωραίας Ανοιξιάτικης μέρας, ο κόσμος είχε βγει στην εξοχή!  Και δεν μας πήραν.  Ξέραμε ότι δεν είχε άλλο. Κι έτσι το πήραμε παρέα παρέα, ποδαρόδρομο για την Ελευσίνα. Πολύς δρόμος. Εμείς τα μικρά κουραστήκαμε. Και οι μεγάλοι. Αρκετά χιλιόμετρα. Αλλά και τι να έκαναν;  Πού να έμεναν μέσα στη νύχτα; Θυμάμαι μια χαρακτηριστική σκηνή ενός νεαρού από την παρέα, που παιδάκι τότε, δεν την καταλάβαινα!  Λέω, τι κάνει αυτός τώρα;....  Είχε σηκώσει το μπατζάκι του και έκανε οτοστόπ στα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν, ενώ οι υπόλοιποι χαχάνιζαν.....  Έκαναν πλάκα όλοι μαζί......  Κάποτε φτάσαμε στη Στάση, στην Ελευσίνα......  Ήρθε το Λεωφορείο, μπήκαμε, και φτάσαμε στο Αιγάλεω! 

=============================================================



Μας άφηνε εκεί το Λεωφορείο, στην Παλιά Εθνική Αθηνών Κορίνθου, στο "Νεράκι" στην "Ανηφορίτσα" και παίρναμε τον ποδαρόδρομο.....  Ήταν ένα τέταρτο τουλάχιστον μέχρι το σπίτι.  Μπορεί παραπάνω.  Ήταν εκεί το κτήμα του κυρ-Μελέτη.  Μεγάλο κτήμα.  Το περνούσαμε στο πλάι, και μας γαύγιζαν τα σκυλιά. Και καλά να ήταν μέρα. Έχεις άλλο θάρρος.  Όταν ήταν νύχτα;  Όταν έκλεινε τα μαγαζιά μας ο Μπαμπάς το βράδυ 8.30 η ώρα, κι από κει παίρναμε το Λεωφορείο, κι ερχόμασταν 10.00, 10.30 η ώρα, μέσα στη νύχτα;;;;  Κάτι άγρια σκυλιά, φόβος και τρόμος!  Η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, να φοβούνται κι αυτοί, αλλά να προσπαθούν να καθησυχάσουν εμάς!  Και να είμαστε και κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι, φορτωμένοι πράγματα!  Φαγώσιμα, ρούχα, νερό, τα βιβλία μας για να διαβάσουμε για το Σχολείο, πράγματα για το σπίτι, ότι θες!  Φυτά, που όλο και κάτι θα ήθελε να φυτέψει ο Μπαμπάς.....

Εμείς μικρά, ήμασταν και τρομοκρατημένα.  Το φοβόμασταν το σκοτάδι!  Ήμασταν μέσα στη φύση, σε ένα μέρος, που δεν είχε καθόλου μα καθόλου φωτισμό. Όταν είχε φεγγάρι, κάτι γινόταν.  Όταν δεν είχε;  Πηγαίναμε στα τυφλά, με τα κλαριά να κινούνται, τα σκυλιά να γαυγίζουν, άλλα μέσα από το σύρμα του κτήματος, και άλλα έξω από το σύρμα, κοντά μας!  Συχνά, ο Πατέρας μου, έπαιρνε μαζί του ξεροκόμματα, για να ρίχνει στα σκυλιά.  Γιατί πολλές φορές του είχαν ορμήξει.  Περπατούσαμε και βλέπαμε.....  Δεξιά η φιγούρα ενός δέντρου έμοιαζε με μια τεράστια αρκούδα!  Αριστερά άλλο δέντρο έμοιαζε με έναν φοβερό δράκο!  Τώρα, τώρα, θα μας αρπάξει.....

Τελικά βρίσκαμε το δικό μας δρομάκι, στρίβαμε, και αρχίζαμε να ανηφορίζουμε τον λόφο μας!  Είχαμε μάθει τον δρόμο, και ας μην είχαμε φως, προχωρούσαμε.  Η ανηφόρα ήταν μεγάλη, και φορτωμένοι όπως ήμασταν, ήταν ζόρι, αλλά βιαζόμασταν να φτάσουμε στον προορισμό μας.  Σπίτι!  Και έτσι δεν μας φαίνονταν πια τα τελευταία μέτρα.....  Θα ξεκουραζόμασταν!

Μπαίναμε μέσα, άναβαν οι δικοί μου την λάμπα πετρελαίου, και ετοίμαζαν φαγητό. Ήμασταν κατάκοποι.  Έκανε και κρύο, πέφταμε στα κρεβάτια μας!  Γιατί δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, για να δούμε τηλεόραση.....  Αν και οι τηλεοράσεις εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά σπάνιες.  Εμείς είχαμε μία στην Αθήνα, από τις πρώτες!  Είδαμε τις πρώτες εκπομπές που έγιναν. 

Όταν ξημέρωνε όλα ήταν αλλιώς!  Μπορούσαμε να βγούμε έξω να παίξουμε!  Αν είχε καλή μέρα, ήταν Χαρά Θεού!  Πράσινο παντού, λουλουδάκια όλων των χρωμάτων, χαμομήλια, μολόχες, θυμάρια, καντηλάκια, κηρήθρες, κρινάκια, κυκλάμινα, κρεμμύδες, ραδίκια, βρούβες, ζοχοί, τσουκνίδες, βάτα, ψηλά πεύκα, αγριελιές, αγριοκυδωνιές, αγριοαχλαδιές, αμυγδαλιές.

Παίζαμε μπάλα, κρυβόμασταν, κυλιόμασταν, και δεν υπήρχε ο φόβος των αυτοκινήτων, ή των κακών ανθρώπων όπως σήμερα!  Που φοβάσαι να αφήσεις από τα μάτια σου το παιδί σου!  Όπως παίζαμε, συχνά πυκνά να και ο επισκέπτης:  Κάποια χελώνα!  Κούτσα κούτσα πήγαινε το δρόμο της!  Πόσο τις αγαπώ!  Συχνά τις βλέπω στον ύπνο μου!  Μερικές φορές είχαμε πάρει και μαζί μας στο σπίτι και την κρατήσαμε στο Αιγάλεω, μετά όμως την ξαναπήγαμε στο βουνό.

Έτσι ήταν τις πρώτες φορές που πηγαίναμε.  Γρήγορα ο Πατέρας μου έπεισε τον κυρ-Μελέτη και μας έδωσε Ρεύμα!  Έβαλε μερικές ξύλινες κολώνες στην ανηφόρα που μας χώριζε από το κτήμα του, και το πολύτιμο αγαθό ήρθε και σε μας!  Ήταν Διπλωματούχος Ηλεκτρολόγος Εγκαταστάτης και αυτή ήταν η δουλειά του!  Έβαλε και ένα ενδιάμεσο μετρητή για να ξέρουμε πόσο καίμε, και όλα εντάξει.  Τι όμορφα ήταν τότε.....  Είχε βάλει πολλές λάμπες και δεν πέφταμε πια να κοιμηθούμε τόσο νωρίς.....  Γρήγορα έφερε και την τηλεόραση από την Αθήνα, έφερε μία καλύτερη εκεί, και όλα ήταν καλύτερα.

Ήταν όμως μεγάλη η έλλειψη του νερού.  Απαραίτητη η δημιουργία μιας στέρνας.  Μιας δεξαμενής, που θα του επέτρεπε να φυτέψει και δέντρα και λουλούδια, που τόσο το ήθελε.  Το έδαφος ήταν πρανές.  Κατηφορικό.  Συνεννοήθηκε με ένα φίλο του εργολάβο, εκεί της περιοχής, και έσκαψαν, και έκαναν την πρώτη πλατφόρμα, κούφια από μέσα, που ήταν η δεξαμενή.  Με τσιμεντοκονίαμα εσωτερικά.  Έχτισαν από πάνω και το σπίτι μας, τρία μεγάλα δωμάτια, και χωλ, γύρω από την παραγκούλα.  Πάντα με φόβο, βέβαια, γιατί ήταν λαθραίο!  Πάντα όταν βλέπαμε το τζιπάκι της Αστυνομίας να περνάει, μάς έκοβε κρύος ιδρώτας, γιατί καταλαβαίναμε ότι μπορούσαν να πιάσουν τον Πατέρα μας και να τον πάνε Φυλακή!  Τώρα καταλαβαίνω, πως θα πήγαινε αυτόφωρο.

Χτίστηκε το σπίτι, όλα καλά, κάνα δυο φορές ήρθε η Αστυνομία, αλλά δεν τον έπιασαν!  Δόξα τω Θεώ!  Για να μαζεύεται το νερό της βροχής είχε βάλει γύρω γύρω από τις λαμαρίνες της σκεπής, λούκια!  Μαζευόταν εκεί το νερό, και με σωλήνες πήγαινε μέσα στη δεξαμενή.  Εκεί όμως έκαναν τις φωλιές τους και σπουργίτια.  Κάμποσες φορές βρήκαμε πουλάκια μέσα στο νερό.

Όταν μια φορά φύσαγε πολύς και δυνατός αέρας, τις πήρε τις λαμαρίνες από τη σκεπή.  Τότε πήγε και πήρε ειδικούς γάντζους ΠΙ, και με ανέβαζε πάνω στη σκεπή.  Μου έλεγε τι να κάνω, μου έδινε τις βίδες, τις έβαζα, ότι χρειαζόταν, και τις βιδώσαμε.  Εγώ πάνω στη σκεπή, εκείνος από κάτω, την στερεώσαμε καλά!  Γιατί δεν την ξαναπήρε ο αέρας πια! 

Έφερνε και βυτίο και τη γέμιζε τη δεξαμενή!  Στις αρχές.  Μετά με τα λούκια που έβαλε, δεν χρειαζόταν το βυτίο.  Ίσα ίσα μας έβγαζε το Καλοκαίρι, μέχρι να ξαναρχίσουν οι βροχές.  Άρχιζαν τότε να μεγαλώνουν και τα δεντράκια μας.  Η Μαμά μου γύριζε και τα κοίταζε τσάκα τσάκα.....  Είχε τόσες δουλειές να κάνει πάντα......  Εκείνος καθόταν και τα χάζευε με τις ώρες!  Και ερχόταν μετά και της έλεγε:  "Είδες η αμυγδαλιά;  Πέταξε καινούργιο κλωναράκι!  Η μικρούλα η ελιά, στο κάτω παρτέρι κιτρίνισε!  Οι πανσέδες δεν έβγαλαν άλλα λουλούδια!  Το γιασεμί Έβγαλε κι άλλα!  Τα κρεμμυδάκια θα τα μαζέψουμε σε δυο βδομάδες!  Και τα μαρουλάκια!  Θ' αφήσω κρεμμύδια να πιάσω σπόρο.  Η τριανταφυλλιά έχει μελίγκρα".

Τότε ακούγαμε ένα κορνάρισμα, ήταν Κυριακή πρωί, και βλέπαμε ένα μικρούλι άσπρο αυτοκινητάκι να έρχεται.  Ήταν οι γείτονές μας από το Αιγάλεω, ο κυρ- Γιάννης με την κυρ-Αθηνά και τον γιο τους τον Κώστα!  Χαρά που κάναμε....  Αρχίζαμε τα παιχνίδια με τον Κώστα, είναι της ίδιας ηλικίας με τον Γιάννη.  Παίζαμε, τρέχαμε, πηγαίναμε στο βουνό!  Πιο πέρα δηλαδή από το σπίτι.  Τι ωραία που ήταν.....  Κάποτε γυρίζαμε, και οι δικοί μας είχαν στήσει την ψησταριά. Πω, πω, τι χαρά!  Η όμορφη μυρωδιά να σου σπάει τη μύτη!  Γρήγορα γρήγορα στήναμε τα τραπέζια!  Πλέναμε τα χέρια μας, και κάναμε ότι μας λέγανε για να ετοιμάσουμε.  Πηγαίναμε τα πιάτα, τα ποτήρια, τη σαλάτα από μαρουλάκια, ρόκα, αγγουράκια, ντοματούλες, κρεμμυδάκια από τον κήπο!  Το ψωμί στον ψήστη, τις χαρτοπετσέτες, τα μαχαιροπήρουνα, τις πατατούλες....  Επ!  Έλεγαν οι μεγάλοι:  "Μην τις τρώτε τώρα, καλέ, κάντε υπομονή.....  Δεν θα φάτε κρέας μετά.....  Θα χορτάσετε με τις πατάτες....."  Πηγαίναμε τη φέτα, τη σπανακόπιτα, τις πιπερίτσες τις τηγανητές, ότι άλλο υπήρχε, τα ραπανάκια από τον κήπο που άρεσαν στον Μπαμπά, φέρναμε και το κρασάκι, είχαν γίνει και τα παϊδάκια, και το ψητό ψωμί με το λάδι και τη ρίγανη και τσούγκριζαν τα ποτήρια!  Καθόμασταν σε άλλο τραπέζι οι μεγάλοι, σε άλλο εμείς τα παιδιά!
Νιάμ, νιάμ.....  Τι νοστιμιά.....  Πιο νόστιμα από εκείνα τα παϊδάκια δεν έχω δοκιμάσει!

Μετά οι μεγάλοι έπεφταν να ξαπλώσουν, κι εμείς χαζεύαμε.  Μας έπιανε, βέβαια, και το ακατάσχετο γέλιο.....  Ενώ προσπαθούσαμε να κάνουμε ησυχία.....  Τα γνωστά κρυφοχαχανητά.....  Και πάλι να γελάμε......  Ενώ έπρεπε να κάνουμε ησυχία, επειδή κοιμούνταν οι άλλοι.....  Και χα, χα, χα........

Εκείνο τον καιρό είδε την μεγάλη ανάγκη του αυτοκινήτου ο Μπαμπάς!  Πήγε και έκανε τα μαθήματα οδήγησης, και πήρε το Δίπλωμα.  Μετά πήρε ένα μεταχειρισμένο Φιατάκι, Βεραμάν χρώμα, πρασινούλι, σε..... καλή κατάσταση, όχι και πολύ καλή...... Την πρώτη φορά που ξεκινήσαμε να πάμε στη θεία μου τη Ροδάνθη στη Ραφήνα, μάς άφησε τρεις φορές!  Τρεις φορές έπαθε λάστιχο, κάτι τέτοιο.....
Νέος οδηγός ήταν, κάποτε καλυτέρευσε, και ερχόμασταν με μεγαλύτερη άνεση, αντί να μας αλυχτάνε τα αγριόσκυλα..... Ειδικά τις νύχτες..... Πηγαίναμε και στη θάλασσα πιο εύκολα!  Η θάλασσα ήταν μισή ώρα ποδαρόδρομος!   Τι ωραία που ήταν στη θάλασσα.....  Είχε φύκια μέχρι να μπεις, μετά είχε άμμο.  Πιο δεξιά δεν είχε φύκια.  Τι παιχνίδια κάναμε με τον Γιάννη εκεί......  Θυμάμαι είχαν ρίξει μερικά τούβλα μέσα στο βυθό, και σκύβαμε, τα πιάναμε ξαφνικά, απ' τις άκριες, προσεκτικά, κλείνοντας με τις χούφτες μας τις τρύπες, και κλείναμε μέσα μικρά ψαράκια!  Ψαράκια που είχαν μπει μέσα στα τούβλα!  Χαρές που κάναμε όταν μας γαργάλαγαν τα δάχτυλα....

Τι βουτιές κάναμε με τη μάσκα και τα βατραχοπέδιλα.....  Δελφινάκια ήμασταν!

Υπήρχαν δυο Ξενοδοχεία εκεί.  Η Αύρα, και το άλλο δεν το θυμάμαι.  Πηγαίναμε και ξεπλενόμασταν στη ντουζιέρα, και παίρναμε τον ανήφορο μετά.  Βάραγε στο κεφάλι ο ήλιος.....  Ήταν πολύ κουραστική αυτή η διαδρομή......  Την Πέμπτη, την Παρασκευή και το Σάββατο.  Αυτές τις μέρες, την Πέμπτη έπαιρνε πολύ πρωί το Λεωφορείο ο Πατέρας μου και γύρναγε στο Αιγάλεω, από τα Ελευσίνια, στα μαγαζιά μας.  Εμείς μέναμε εκεί με τη Μαμά μας.  Ήταν Κολοκαίρι, δεν είχαμε Σχολείο.  Το Σάββατο το μεσημέρι, που δεν άνοιγε το απόγευμα, φορτωνόταν πράγματα, κρεατικά και τέτοια, έπαιρνε το Λεωφορείο, και ερχόταν. Μέναμε όλοι μαζί το υπόλοιπο του Σαββάτου και την Κυριακή, και πρωί πρωί την Δευτέρα έφευγε η Μαμά μου για το Αιγάλεω.  Κράταγε τότε εκείνη τα μαγαζιά.  Εμάς δεν μας καλοάρεσε τότε, γιατί ο Μπαμπάς μάς έβαζε πάντα να κάνουμε δουλειές!  Πηγαίναμε με το Φιατάκι στην Ελευσίνα, στη Λαϊκή, και ψώνιζε!  Έπαιρνε πολλά φρούτα και λαχανικά.  Πολλά.  Έτρωγε και το πρωί κανονική μερίδα φαγητό.  Πίστευε αυτό που λένε οι οικολόγοι ότι το πρωινό είναι το κυριότερο γεύμα της ημέρας.  Έτρωγε το πρωί κανονική καλή μερίδα φαγητό, της προηγουμένης, μια δυο φέτες ψωμί, και μετά ένα φρούτο απαραιτήτως.  Κυρίως μήλο.  Έτρωγε πολλά μήλα.  "Ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα".  Και πραγματικά, σπάνια αρρώσταινε, εκτός από την εγχείρηση στα νεφρά του που έκανε, και του αφαίρεσαν έναν μεγάλο λίθο.  Το 1969.  Κατά τα άλλα ήταν πολύ υγιής.  Στο τέλος της ζωής του παρουσίασε πίεση και έπαθε τα εγκεφαλικά, από τα οποία και πέθανε. 79 ετών.

Στη Λαϊκή, ψώνιζε εκείνος, και εμείς μεταφέραμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο.  Βαριές σακούλες, πόσον δρόμο......  Το θυμάμαι ακόμα......  Γέμιζε το αυτοκίνητο.  Μετά πηγαίναμε σε κάτι βρύσες και γεμίζαμε νερό.  Γιατί το νερό της δεξαμενής μας δεν ήταν πόσιμο.  Είχαμε διάφορα παγούρια και παγουράκια, που γεμίζαμε.  Και έπρεπε να τα κουβαλήσουμε.  Μικρά παιδάκια, σε αρκετή απόσταση.  Ο Πατέρας μου ήταν της άποψης ότι το παιδί πρέπει να μαθαίνει να κάνει δουλειές, και να μη το παραχαϊδεύεις.  Σωστό αυτό, αλλά πρέπει να νοιώθει και την Αγάπη σου, για να έχει να στηριχτεί στις δύσκολες ώρες. 

Μετά την Ελευσίνα, πηγαίναμε στη Θάλασσα.  Πίστευε πολύ στη Φυσιοθεραπεία ο Πατέρας μου.  Στο καλό που κάνει το Ιώδιο της θάλασσας στον οργανισμό.  Κάναμε μπάνιο, και μετά γυρίζαμε σπίτι.  Αλλάζαμε και τρώγαμε ότι είχε αφήσει η Μητέρα μας να φάμε, όλα εντάξει.  Τις άλλες μέρες όμως μαγείρευε εκείνος!  Τι να μαγειρέψει ένας άντρας;....  Και μάλιστα όταν είχε να συναγωνιστεί με μια Πολίτισσα μαγείρισσα, όπως η Μητέρα μου;.....  Ήμασταν καλομαθημένα!  Πώς να φάμε τον δικό του καγιανά με τις μισοψημένες ντομάτες μέσα, όταν ξέραμε πώς το έφτιαχνε η Μαμά;......  Μας μάλωνε που δεν τρώγαμε, εγώ προσπαθούσα να το φάω.....  Ο Γιάννης με τίποτε! 

Μάζευα τα πιάτα, τα έπλενα!  Όχι με βρύση.  Έβαζα σε μια λεκάνη λίγο νερό, και λίγο Τζετ.  Τα πέρναγα όλα με το σφουγγάρι.  Μετά έβαζα στην άλλη λεκάνη νερό από τον κουβά της δεξαμενής, και τα πέρναγα πάλι να ξεβγαλθούν.  Αν λερωνόταν πολύ το νερό, το άλλαζα.  Είχαμε και βρυσάκι, αλλά ήταν σε άλλο μέρος, έξω, για να πλένουμε το πρόσωπο και τα χέρια μας.  Έπρεπε να φροντίζω να έχει πάντα νερό μέσα. 

Μετά έπρεπε να κοιμηθούμε.  Απαραιτήτως.  Σχεδόν πάντα μάς έπαιρνε ο ύπνος.  Μερικές φορές όμως μάς έπιαναν χαχανητά, που προσπαθούσαμε να καταπνίξουμε......  Χου, χου, χου.......   Και πάλι χαχανητά.......  Χα, χα, χα.......

Αλλά έπρεπε να κάνουμε δουλειές!  Ο Πατέρας μου είχε την ιδέα να βάλει στο πάτωμα κάτι μαρμαρίνες, λεπτές, και μ' αυτές να κάνει σχέδια στο πάτωμα των δωματίων.  Πήρε λοιπόν 2-3 φορές από ένα φορτηγό μαρμαρίνες, που τις άδειασαν στο πάνω μέρος του οικοπέδου, εκεί που ερχόταν ο δρόμος.  Τώρα, δική μας δουλειά ήταν, να έρθουν όλες αυτές οι μαρμαρίνες μέσα, εκεί που θα τοποθετούνταν.  Δύσκολη δουλειά.  Η απόσταση δεν ήταν και λίγη, και ήταν και σκαλοπάτια.  Γιατί το έδαφος ήταν κατηφορικό.  Η Μάνα μας λοιπόν, ο Μέγας Διαμεσολαβητής μεταξύ μας, και του Πατέρα μας, επειδή γκρινιάζαμε.....  αλλά τον φοβόμασταν κιόλας.....  μάς έλεγε:  "Να, θα κάνετε 10 βόλτες!  Εγώ θα είμαι εδώ και θα μετράω!  Ποιος θα περάσει τον άλλον....."

Πηγαίναμε κι εμείς, γεμίζαμε τα κουβαδάκια μας με μαρμαρίνες, το δικό μου κουβαδάκι λίγο πιο μεγάλο από του Γιάννη.  Είμαι 2 χρόνια, 3 μήνες, και 6 μέρες μεγαλύτερή του.  Και με κόπο μπαίναμε απ' την καγκελόπορτα στο οικόπεδο, κατεβαίναμε τα σκαλιά, και ερχόμασταν στο σπίτι!  Το αδειάζαμε στο σωρό, και ρωτάγαμε τη Μαμά:
- "Μαμά, μαμά, πόσα έκανα;...." 
- "Εσύ τέσσερα κι ο Γιάννης τρία.....  Έλα, κοντεύετε....."

Μ' αυτά τα μαρμαράκια έγινε μια φορά ένα περιστατικό που μετά από χρόνια ρώτησα τη Μητέρα μου και μου το εξήγησε.  Έφτιαχνε τα μαρμαράκια ο Πατέρας μου, για την ακρίβεια διάλεγε το σχέδιο, ποια θα τοποθετούσε και πώς.  Και κάτι έφτιαξε κάτω.  Και φώναξε τη Μητέρα μου να το δει.  Μόλις το είδε εκείνη, αναστατώθηκε!  Γέλαγαν, ψιλοφώναξαν, πάλι γέλαγαν, γενικά, μια αναταραχή!  Χάλασαν το σχέδιο, και μετά ησυχία.

Ο Πατέρας μου είναι γνωστός αριστερός!  Με εξορίες, με δράση!  Και εκεί είχε σχεδιάσει το Σφυροδρέπανο.  Το ήθελε βέβαια να το κάνει, αλλά ποιος τολμούσε;  Χούντα τότε, να έχει το σφυροδρέπανο στο πάτωμά του;.....

Έκανε κάτι λουλουδάκια σ' αυτό το μέρος, και πιο δίπλα έκανε το Κεφάλι του Ολυμπιακού!  Πολύ όμορφο, και πολύ πιστό αντίγραφο!  Κρίμα που ήμουν μικρή, δεν είχα φωτογραφική μηχανή να τα φωτογραφίσω όλα αυτά!  Τώρα είναι κρυμμένα κάτω από κάποια βαρέλα της Πετρόλα.

Άλλη δουλειά που κάναμε ήταν το πότισμα.  Το έδαφος εκεί δεν ήταν εύφορο.  Κάτι χορταρικά φύτρωναν, ραδίκια, ζοχοί, βάτα, ελιές, πεύκα.  Ο Πατέρας μου ήθελε να βάλει απ' όλα.  Και κηπευτικά απ' όλα τα είδη, και οπωροφόρα δέντρα, και καλλωπιστικά, και όλα.  Δεν έπιαναν όμως, ούτε προόδευαν.  Σαν μωρά τα φρόντιζε, αλλά εις μάτην.  Κι ας είχε ρίξει μέσα στο οικόπεδο αυτοκίνητα και αυτοκίνητα χώμα.....  Καινούργιο χώμα, τάχα γόνιμο και πλούσιο.  Λίγα τα αποτελέσματα.  Ποτίζαμε και ποτίζαμε, έβρεχε, τίποτε.  Τα δεντράκια μας πάντα κατσιασμένα ήταν.  Αλλά το πότισμα ήταν δύσκολο.  Κατά καιρούς είχε πάρει αντλίες, μηχανάκια, που βγάζουν το νερό έξω από τη δεξαμενή, αλλά δεν έκανε δουλειά.  Έτσι συνεχίσαμε να ποτίζουμε με τους κουβάδες.  Είχαμε έναν κουβά με χέρι, εκεί ήταν δεμένο ένα σκοινί, τον ρίχναμε από το τετράγωνο άνοιγμα της δεξαμενής μέσα στη δεξαμενή.  Ακουγόταν εκείνος ο χαρακτηριστικός θόρυβος, το πλατς, μέσα στο νερό, μέσα σε κλειστό χώρο.  Του κάναμε ένα έτσι, για να πέσει στο πλάι και να γεμίσει νερό, και τον τραβάγαμε επάνω.  Πολύ βαρύς για τα παιδικά μου χέρια.....  Έριχνα λίγο νερό, για να μπορέσω να τον κουβαλήσω.  Και πήγαινα και πότιζα τα δέντρα.  Ή τα λουλούδια που ήταν στο κάτω παρτέρι. 

Αυτά τα παρτέρια......   Όπως ήταν κατηφορικό το οικόπεδο, όλα κυλούσαν!  Έριχνε με τα φορτηγά το χώμα, ωραίο κόκκινο καστανόχωμα, με λίγες βροχές, το έπαιρνε, και χανόταν.  Γι' αυτό, τον συμβούλεψαν να κάνει οριζόντια στο οικόπεδο τοιχία, που θα το χωρίζουν σε τμήματα, σε επίπεδα, και εκεί θα μένει και το χώμα, και το νερό, και θα φυτεύονται και καλύτερα.  Πήρε ένα γείτονα οικοδόμο, και όλοι εμείς βοηθήσαμε, σιγά σιγά μεταφέραμε πάλι με τα κουβαδάκια μας όλα τα υλικά, στα μέρη που θα έπεφταν τα μπετά, και έγιναν τα τοιχία.  Σε μερικά μέρη του οικοπέδου ήταν μερικές δεκάδες εκατοστά ψηλά.  Σε άλλα ήταν πολύ ψηλότερα.  Ούτε έπεσαν με μια φορά.  Τρεις και τέσσερις φορές χρειάστηκε για να γίνει η διαδικασία.  Αλλά το αποτέλεσμα ήταν καλό.  Επιτέλους το χώμα κρατήθηκε στη θέση του.  Και μαζί με κοπριά και κόπο πολύ, άρχισε να καρπίζει......  Άρχιζε να βάζει ο Πατέρας μου μαρουλάκια, κρεμμυδάκια, ραπανάκια, σινάπι, βλίτα, λαχανίδες, γαρυφαλλιές, μπουγαρινιές, βιολέτες, πανσέδες, κρινάκια, χωνάκια, κόσμους, τριφυλλάκι, μοσχομπίζελα, βασιλικά.....  Τα δεντράκια έπαιρναν επάνω τους!  Είχε ελιές, λεμονιές, φοίνικα, αμυγδαλιές, δάφνη, όλα τα είδη δέντρων....... 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου